τρυπητέον
English (LSJ)
A one must bore, Paul.Aeg.6.90.
Greek (Liddell-Scott)
τρῡπητέον: ῥημ. ἐπίθ., δεῖ τρυπᾶν, τρυπητέον ὑμᾶς ἔσωθεν Εὐστ. Πονημάτ. 291. 52.
A one must bore, Paul.Aeg.6.90.
τρῡπητέον: ῥημ. ἐπίθ., δεῖ τρυπᾶν, τρυπητέον ὑμᾶς ἔσωθεν Εὐστ. Πονημάτ. 291. 52.