ἔσωθεν
Κατὰ τὴν ἰδίαν φρόνησιν οὐδεὶς εὐτυχεῖ → Suo arbitratu nullus est felix satis → Kein Mensch nach seinem eignen Denken glücklich ist
English (LSJ)
(εἴσωθεν only in Hp.Art.46 codd.), rarely ἔσωθε E.Heracl. 42: Adv.:
A from within, Hdt.7.36, 8.37, Aen.Tact.32.7, etc.
2 within, inside, Hdt.1.181, 2.36, A.Ag.991 (lyr.), S.Tr.601: c. gen., ἔσωθεν ἄντρων E.Cyc.516 (lyr.); ἔσωθε ναοῦ Id.Heracl.l.c.
German (Pape)
[Seite 1046] von innen heraus, Hippocr.; ἔσωθεν ἐξενηνειγμένα Her. 8, 37; – drinnen, innerhalb, ὑμνῳδεῖ θρῆνον – ἔσ. θυμός Aesch. Ag. 964, der Ch. 800 auch ἔσωθε δωμάτων sagt; vgl. Eur. Heracl. 42; αἱ ἔσ. ξέναι Soph. Tr. 598; ἔσ. ἄντρων Eur. Cycl. 516.
French (Bailly abrégé)
adv.
1 du dedans au dehors;
2 en dedans, au dedans.
Étymologie: ἔσω, -θεν.
Russian (Dvoretsky)
ἔσωθεν: II praep. cum gen. внутри (ἄντρων Eur.).
Spanish
dentro de, desde dentro, en el interior de, por dentro
Greek (Liddell-Scott)
ἔσωθεν: (εἴσωθεν μόνον ἐν Ἱππ. π. Ἄρθρ. 811Η, 812Α), σπανίως ἔσωθε, Εὐρ. Ἡρακλ. 42 (ἐν Αἰσχύλ. Χο. 800 ἔσω ἐκ διορθώσεως): ― Ἐπίρρ., ἔσωθεν, «ἀπὸ μέσα», Ἱππ. 7. 36., 8. 37, καὶ Ἀττ. 2) ἐντός, μέσα, ὁ αὐτ. 1. 181., 2. 36, Αἰσχύλ. Ἀγ. 991: ― μετὰ γεν., ἔσωθεν ἄντρων Εὐρ. Κύκλ. 526· πρβλ. ἔσω.
English (Strong)
from ἔσω; from inside; also used as equivalent to ἔσω (inside): inward(-ly), (from) within, without.
English (Thayer)
(ἔσω), adverb of place, from Aeschylus and Herodotus down; (1. adverbially;)
a. from within (Vulg. de intus, ab intus, intrinsecus, (etc.)): within (cf. Winer's Grammar, § 54,7): γράφω, 3); ὁ ἔσωθεν ἄνθρωπος, R G (see ἔσω, 2); τό ἔσωθεν, that which is within, the inside, your soul, st (see ἔξωθεν, 2).)
Greek Monolingual
(ΑΜ ἔσωθεν, Α σπαν. και ἔσωθε και μόνο στον Ιπποκρ. εἴσωθεν)
επίρρ.
1. από μέσα («ακούεται φωνή έσωθεν»)
νεοελλ.
από το εσωτερικό μέρος, από την εσωτερική όψη («ο μανδύας είναι επενδεδυμένος έσωθεν διά δέρματος»)
μσν.
1. στα σωθικά, μέσα στην καρδιά
2. στη μέση, πάνω σε μια επιφάνεια («κλίνην κειμένην οὖσαν ἐς τὴν γῆν, ἔσωθεν δὲ τὴν κόρην», Διγεν. Ακρ.)
3. (για χρόνο) μέσα σε, κατά τη διάρκεια («ἔσωθεν τῶν τόσων χρόνων»)
μσν.-αρχ.
μέσα («ἕτερον δὲ ἔσωθεν τεῖχος περιθέει», Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < έσω + κατάληξη -θεν, που δηλώνει απομάκρυνση, πρβλ. έξω-θεν, εκεί-θεν].
Greek Monotonic
ἔσωθεν: ποιητ. -θε, επίρρ.:
1. από μέσα, σε Ηρόδ., Αττ.
2. εντός, μέσα, σε Ηρόδ., Αισχύλ.· με γεν., ἔσωθεν ἄντρων, σε Ευρ.
Middle Liddell
1. from within, Hdt., Attic
2. within, Hdt., Aesch.:—c. gen., ἔσωθεν ἄντρων Eur.
Chinese
原文音譯:œswqen 誒所田
詞類次數:副詞(14)
原文字根:進入 安置處
字義溯源:從裏面,在裏面,裏面,內有,在內;源自(ἔσω)=裏面);而 (ἔσω)出自(εἰς)*=到,進入)
出現次數:總共(12);太(4);可(2);路(3);林後(1);啓(2)
譯字彙編:
1) 裏面(8) 太7:15; 太23:25; 太23:27; 太23:28; 路11:39; 路11:40; 啓4:8; 啓5:1;
2) 從裏面(2) 可7:21; 可7:23;
3) 內有(1) 林後7:5;
4) 在裏面(1) 路11:7