τρῶξις

Revision as of 13:35, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

εως, ἡ, A gnawing, biting, ὀνύχων τρώξεις Arist.EN1148b28; λίθων, γῆς, Hp.Prorrh.2.31.

Greek (Liddell-Scott)

τρῶξις: -εως, ἡ, τὸ τρώγειν, ἀποδάκνειν, ἀποκόπτειν διὰ τῶν ὀδόντων, ὀνύχων τρώξεις Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 7. 5, 3.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
action de grignotter.
Étymologie: τρώγω.

Greek Monolingual

-ώξεως, ἡ, Α τρώγω
το να τρώει ή να κόβει κανείς κάτι με τα δόντια («ὀνύχων τρώξεις», Αριστοτ.).

Greek Monotonic

τρῶξις: -εως, ἡ (τρώγω), δάγκωμα, τῶν ὀνύχων, σε Αριστ.

Russian (Dvoretsky)

τρῶξις: εως ἡ τρώγω pl. кусание, обгрызание (τῶν ὀνύχων Arst.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τρῶξις -εως, ἡ [τρώγω] het knabbelen:. ὀνύχων τρώξεις nagelbijten Aristot. EN 1148b28.

Middle Liddell

τρῶξις, εως, τρώγω
a biting, τῶν ὀνύχων Arist.