δάγκωμα
From LSJ
τὸ γὰρ πράττειν τοῦ λέγειν καὶ χειροτονεῖν ὕστερον ὂν τῇ τάξει, πρότερον τῇ δυνάμει καὶ κρεῖττόν ἐστιν (Demosthenes 3.15) → for action, even though posterior in the order of events to speaking and voting, is prior in importance and superior
Greek Monolingual
και δάγκαμα και δάκαμα, το (Μ δάγκαμαν και δάγκωμα και δάκωμα)
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του δαγκάνω
μσν.- νεοελλ.
το φαγητό
νεοελλ.
1. (για έντομα) το τσίμπημα, το κέντρισμα
2. το να πιαστεί κάποιος σφιχτά, το μάγκωμα («το δάγκωμα του ποντικού απ' τη φάκα»)
3. (για ξύλα, μέταλλα, λίθους) η συναρμογή με την τοποθέτηση τών εξοχών του ενός στις εσοχές του άλλου
μσν.
1. κλεψιά
2. (ως επίρρ.) λίγο («δάγκαμαν ψωμίν, κομμάτιν μόνον»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. δάγκωμα < δαγκώνω και δάγκαμα(ν) < δαγκάνω.