τρώξιμος

Revision as of 13:50, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ον, A = τρωκτός, τὰν τ. (sc. σταφυλάν) eating-grapes, Theoc. 1.49, cf. Dig.50.16.205: τρώξιμα, τά, vegetables eaten raw, Hp.Int. 30; λαχανοφαγίη τρωξίμων πολλῶν ib.34, cf. PTeb.213 (ii B. C.), 117.74 (i B. C.).

Greek (Liddell-Scott)

τρώξιμος: -ον, = τρωκτός, Θεόκρ. 1. 49· ― τρώξιμα, τά, = τρωκτά, Ἱππ. 549. 36., 550, ἐν τέλει.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ τρῶξις
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ τρώξιμα
τα τρωγάλια
αρχ.
τρωκτός.

Greek Monotonic

τρώξιμος: -ον, = τρωκτός, σε Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

τρώξιμος: годный для еды, съедобный Theocr.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τρώξιμος -ον [τρώγω] eetbaar; subst. τὰ τρώξιμα rauw eetbare groenten, rauwkost.

Middle Liddell

τρώξιμος, ον, = τρωκτός, Theocr.]