τρώξιμος

From LSJ

Φίλους ἔχων νόμιζε θησαυροὺς ἔχειν → Tibi si est amicus, esse thesaurum puta → Mit Freunden, glaub es nur, besitzt du einen Schatz

Menander, Monostichoi, 526
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρώξῐμος Medium diacritics: τρώξιμος Low diacritics: τρώξιμος Capitals: ΤΡΩΞΙΜΟΣ
Transliteration A: trṓximos Transliteration B: trōximos Transliteration C: troksimos Beta Code: trw/cimos

English (LSJ)

τρώξιμον, = τρωκτός, τὰν τ. (sc. σταφυλάν) eating-grapes, Theoc. 1.49, cf. Dig.50.16.205: τρώξιμα, τά, vegetables eaten raw, Hp.Int. 30; λαχανοφαγίη τρωξίμων πολλῶν ib.34, cf. PTeb.213 (ii B. C.), 117.74 (i B. C.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τρώξιμος -ον [τρώγω] eetbaar; subst. τὰ τρώξιμα rauw eetbare groenten, rauwkost.

German (Pape)

ον, zu benagen, roh zu essen, überhaupt eßbar; Theocr. 1.49; Long. 2.13 und andere Spätere

Russian (Dvoretsky)

τρώξιμος: годный для еды, съедобный Theocr.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ τρῶξις
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ τρώξιμα
τα τρωγάλια
αρχ.
τρωκτός.

Greek Monotonic

τρώξιμος: -ον, = τρωκτός, σε Θεόκρ.

Greek (Liddell-Scott)

τρώξιμος: -ον, = τρωκτός, Θεόκρ. 1. 49· ― τρώξιμα, τά, = τρωκτά, Ἱππ. 549. 36., 550, ἐν τέλει.

Middle Liddell

τρώξιμος, ον, = τρωκτός, Theocr.]