φίλοπλος

Revision as of 14:05, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ον, A loving arms, AP11.195 (Diosc.), Epigr.Gr.223.7 (Milet.), Ephes.3 Nos.55,70, Vett.Val.17.24, Ptol.Tetr.61,69.

German (Pape)

[Seite 1283] Waffen, Krieg liebend, Dioscor. 20 (XI, 195).

Greek (Liddell-Scott)

φίλοπλος: -ον, ὁ ἀγαπῶν τὰ ὅπλα, Ἀνθ. Π. 11. 195, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 223. 7,

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui aime les armes.
Étymologie: φίλος, ὅπλον.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
αυτός που αγαπά τα όπλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + -οπλος (< ὅπλον), πρβλ. χαλκέ-οπλος].

Greek Monotonic

φίλοπλος: -ον (ὅπλα), αυτός που αγαπά τα όπλα, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

φίλοπλος: любящий оружие, т. е. воинственный Anth.

Middle Liddell

φίλ-οπλος, ον, [ὅπλα]
loving arms, Anth.