φιλοκαρποφόρος

Revision as of 14:05, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ον, A bearing fruit abundantly, θέρος ib.6.42.

German (Pape)

[Seite 1280] gern Frucht tragend, fruchtreich, θέρος Ep. ad. 177 (VI, 42).

Greek (Liddell-Scott)

φῐλοκαρποφόρος: -ον, ὁ ἀφθόνως καρποφορῶν, θέρος Ἀνθ. Παλ. 6. 42.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
très fécond.
Étymologie: φίλος, καρποφόρος.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει άφθονους καρπούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + καρποφόρος.

Greek Monotonic

φῐλοκαρποφόρος: -ον, αυτός που φέρει άφθονους καρπούς, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

φιλοκαρποφόρος: охотно приносящий плоды, т. е. обильный плодами (θέρος Anth.).

Middle Liddell

φῐλο-καρποφόρος, ον,
bearing fruit abundantly, Anth.