φιλοπάρθενος

Revision as of 14:05, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ον, A loving virgins, Ach.Tat.8.13, Nonn.D.14.66, al.; as name of a horse, Mélanges Beyrouth 15.111 (Beyrout). II loving virginity, Nonn.D.2.122, al.

German (Pape)

[Seite 1283] Jungfrauen, den Jungfrauenstand liebend, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλοπάρθενος: -ον, ὁ ἀγαπῶν τὰς παρθένους θεός ἐστι φιλοπάρθενος, περὶ τοῦ Πανός, Ἀχιλλ. Τάτ. 8. 13, Νόνν. Διονυσ. 48, 430, κλπ. ΙΙ, ὁ φιλῶν τὴν παρθενίαν, παρθένος αὕτη καὶ φιλοπάρθενος Ἰω. Δαμασκ. τ. 2, σ. 881C.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. αυτός που αγαπά τα νεαρά κορίτσια («θεός ἐστι φιλοπάρθενος», Αχιλλ.)
2. αυτός που αγαπά την παρθενική αγνότηταπαρθένος αὕτη καὶ φιλοπάρθενος», Δαμασκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + παρθένος.