φιλοπάρθενος
English (LSJ)
ον, A loving virgins, Ach.Tat.8.13, Nonn.D.14.66, al.; as name of a horse, Mélanges Beyrouth 15.111 (Beyrout). II loving virginity, Nonn.D.2.122, al.
German (Pape)
[Seite 1283] Jungfrauen, den Jungfrauenstand liebend, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλοπάρθενος: -ον, ὁ ἀγαπῶν τὰς παρθένους θεός ἐστι φιλοπάρθενος, περὶ τοῦ Πανός, Ἀχιλλ. Τάτ. 8. 13, Νόνν. Διονυσ. 48, 430, κλπ. ΙΙ, ὁ φιλῶν τὴν παρθενίαν, παρθένος αὕτη καὶ φιλοπάρθενος Ἰω. Δαμασκ. τ. 2, σ. 881C.
Greek Monolingual
-ον, Α
1. αυτός που αγαπά τα νεαρά κορίτσια («θεός ἐστι φιλοπάρθενος», Αχιλλ.)
2. αυτός που αγαπά την παρθενική αγνότητα («παρθένος αὕτη καὶ φιλοπάρθενος», Δαμασκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + παρθένος.