αγνότητα
From LSJ
ἀλλ' οὐκ ἂν μαχέσαιτο· χέσαιτο γάρ, εἰ μαχέσαιτο → fighting is what she can't do, for if she should fight she would shit
Greek Monolingual
η (Α ἁγνότης) ἁγνός
1. καθαρότητα, ακεραιότητα του χαρακτήρα, χρηστότητα
2. παρθενιά, παρθενικότητα
νεοελλ.
(με υλική έννοια) το να είναι κάτι γνήσιο, ανόθευτο, αμιγές.