φιλοπρωτεία

Revision as of 14:15, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ἡ, A love for the first rank, Zos.4.51; written -πρωτία in Phld.Rh.2.159 S., Jul.Caes.319d, Porph.Plot.10.

German (Pape)

[Seite 1284] ἡ, Verlangen, Streben nach dem ersten Range. – Auch der erste Rang selbst, D. Sic. u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλοπρωτεία: ἡ, τὸ φιλοπρωτεύειν, ἡ τοῦ πρωτεύειν ἐπιθυμία, φιλαρχία, Πορφύρ. ἐν Βίῳ Πλωτίν. 10, Εὐσ. Ἐκκλ. Ἱστ. 1. 146 (180), κλπ. ΙΙ. τὸ πρωτεῖον, Φωτ. Βιβλιοθ. 393, 27.

Greek Monolingual

και δ. γρφ. φιλοπρωτία, η, ΝΜΑ φιλοπρωτεύω
1. το να επιδιώκει κανείς τα πρωτεία, το να επιδιώκει κανείς να είναι πάντοτε πρώτος
2. (κατ' επέκτ.) φιλαρχία, αρχομανία.

Russian (Dvoretsky)

φιλοπρωτεία: v. l. φιλοπρωτία ἡ первенство (ὑπὲρ τῆς φιλοπρωτίας ἅμιλλα Diod.).