φιλόκενος

Revision as of 14:20, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ον, A loving emptiness, στόμα( = ματαιολόγον) Suid.

German (Pape)

[Seite 1280] das Leere liebend, leeren Schein, Prunk liebend, Suid.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλόκενος: -ον, ὁ φιλῶν τὰ κενά, τὰ μάταια, «φιλόκενον στόμα, ματαιολόγον» Σουΐδ.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει την τάση να χρησιμοποιεί λέξεις χωρίς νόημα («φιλόκενον στόμα», λεξ. Σούδα).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + κενός.