χαράκτης

Revision as of 15:20, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ου, ὁ, A stamper, coiner, Man.6.388.

Greek (Liddell-Scott)

χᾰράκτης: -ου, ὡς καὶ νῦν ὁ, χαράττων, ὁ τυπώνων νομίσματα, Μανέθων 6. 388.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ, και χαράχτης και θηλ. χαράκτρια και χαράχτρια Ν χαράσσω
νεοελλ.
1. τεχνίτης ειδικευμένος στην χάραξη επιγραφών, εικόνων ή σχεδίων πάνω σε λίθινες, ξύλινες ή μεταλλικές επιφάνειες
2. καλλιτέχνης που φιλοτεχνεί έργα χαρακτικής
αρχ.
κόπτης νομισμάτων.