χάραξη
From LSJ
ἅπαντι δαίμων ἀνδρὶ συμπαρίσταται εὐθὺς γενομένῳ μυσταγωγὸς τοῦ βίου → a spirit assists every man from birth to be the leader of his life
Greek Monolingual
η / χάραξις, -άξεως, ΝΜΑ χαράσσω
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του χαράσσω, εγκοπή, εντομή
νεοελλ.
1. σήμανση και καθορισμός τών θεμελίων μιας μελλοντικής κατασκευής
2. η σχεδιαστική απεικόνιση ενός τεχνικού έργου
3. τράβηγμα γραμμών με χάρακα πάνω σε μια επιφάνεια, χαράκωμα
4. μτφ. διάνοιξη, προετοιμασία, καθορισμός κατεύθυνσης («επιβάλλεται η χάραξη μιας νέας πολιτικής»)
μσν.-αρχ.
σημάδι, ίχνος εγχάραξης
αρχ.
1. κοπή νομισμάτων
2. εξάλειψη
3. μτφ. οξύς πόνος.