χελωνάριον

Revision as of 15:35, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

τό, Dim. of χελώνη, A inferior tortoise-shell, Peripl. M.Rubr.10. 2 tail-piece, of the stand of a torsion-engine, Hero Bel.84.8.

German (Pape)

[Seite 1349] τό, dim. von χελώνη, kleine Schildkröte, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

χελωνάριον: τό, ὑποκορ. τοῦ χελώνη, μικρὰ χελώνη, Ἀρρ. Περίπλ. σ. 7. 16, ἔκδ. Ὀξ. 2) = κωλυμάτιον, πιθανῶς ἐκ τῆς σημασίας τοῦ χελώνη ΙΙΙ, Ἥρων ἐν Ἀρχ. Μαθ. σ. 128, κ. ἀλλ.

Greek Monolingual

τὸ, Α
1. όστρακο από μικρή χελώνα
2. κωλυμάτιον, εξάρτημα μηχανής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χελώνη + υποκορ. κατάλ. -άριον (πρβλ. στρουθ-άριον)].