χορτόστρωμα

Revision as of 15:45, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ατος, τό, A litter of grass or hay, ibid.; χορτό-στρωτοι στιβάδες ib.

German (Pape)

[Seite 1367] τό, Streu von Gras, Heu, bes. für das Vieh, Philox. gloss.

Greek (Liddell-Scott)

χορτόστρωμα: τό, στρῶμα ἐκ χόρτου, Γλωσσ.

Greek Monolingual

-ώματος, τὸ, ΜΑ
στρώμα από χόρτα, ιδίως για ζώα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χόρτος + στρῶμα (πρβλ. ὑπό-στρωμα)].