ψευδοδίπτερος

Revision as of 16:00, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ον, A false dipteral, of a temple in which there is only one row of columns along the sides, though there is space left for two, Vitr.3.2.1.

Greek (Liddell-Scott)

ψευδοδίπτερος: -ον, ψευδὴς δίπτερος, δηλ. ναὸς ἔχων μόνον μίαν σειρὰν κιόνων κατὰ τὰς πλευράς, εἰ καὶ ὑπάρχει χῶρος ἱκανὸς διὰ δύο σειράς, Vitruv. 3.1.

Greek Monolingual

-η, -ο / ψευδοδίπτερος, -ον, ΝΑ
(για αρχαίο ναό) ο φαινομενικά δίπτερος, αυτός που περιβάλλεται από απλή σειρά κιόνων, η οποία όμως έχει το πλάτος διπλής σειράς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο)- + δίπτερος.