ψευδής
Πένης ὑπάρχων μὴ φρόνει τὰ πλουσίων → In paupertate spiritus fuge divitum → Als Armer pflege nicht der Reichen Denkungsart
English (LSJ)
ψευδές (the neut. sg. ψευδές is not found in early writers, ψεῦδος being used instead, cf.
A ψεῦδος III; it is found in later Gr., OGI669.54 (Egypt, i A.D.), Palaeph.6, al., Gal.18(2).782); gen. sg. ψευδοῦς Id.15.168; old Att. acc. pl. ψευδᾶς IG12.700: (ψεύδομαι):—lying, false, untrue, of things, opp. ἀληθής, ψευδεῖς λόγοι Hes.Th.229; μῦθοι A.Pr.685, E.Hipp.1288 (anap.); τρέπεσθαι ἐπὶ ψευδέα ὁδόν = to betake oneself to falsehood, Hdt.1.117; ψευδὴς κατηγορία, ψευδεῖς αἰτίαι, false charges, Aeschin.2.183, Isoc. 15.138, Plb.5.41.3; ψευδεῖς λόγοι S.OT526; λόγος Pl.Sph.240e, Cra.385b: ψευδεῖς λόγοι are also fallacies, in Logic, Arist.Top.162b3 sqq.; ἥδε ἡ ψευδὴς οὐσία = this unreal Being (sc. the world of sense), Plot.5.8.9: irreg. Sup. ψευδίστατος, εἴδη Ael.VH14.37.
2 of persons, lying, false, and as substantive, liar, οὐ γὰρ ἐπὶ ψευδέσσι πατὴρ Ζεὺς ἔσσετ' ἀρωγός Il.4.235 (only here in Hom.; perhaps ψεύδεσσι from ψεῦδος is the true accent; so Hermappias ap.Hdn.Gr.2.45 against Aristarch. and Ptol.Asc. ibid.); τοὺς θεοὺς ψευδεῖς τίθης S. Ph.992, cf. Ant.657; ψ. ἔφυς E.Or.1608; ψευδὴς φανήσεσθαι = to be detected in falsehood, Th.4.27, cf. Pl.Tht.148b; Κριτίαν ψευδῆ ἐπιδείξω Id.Chrm.158d: irreg. Sup. ψευδίστατος = arrant liar, EM 110.29, cf. Eust.1441.25.
3 τὰ ψευδῆ = falsehoods, lies, οὐ ψευδῆ λέγω A.Ag.625, cf. Antipho 1.10, etc.; οὐκ ἔσθ' ὅπως λέξαιμι τὰ ψευδῆ καλά A.Ag.620; τινὰς ψ. διαβάλλειν Ar.Eq.64; ψευδῶν συγκολλητής Id.Nu.446 (anap.).
4 ψευδέων ἀγορή, in Hp.Epid.3.1. ή, ιβ, said to be a name of the monkey market, perhaps as being villanous counterfeits of humanity.
II Pass., beguiled, deceived, E.IA852.
III Adv. ψευδῶς = falsely, λέγειν Id.IT1309 codd.; προσποιήσασθαι Th.1.137; mistakenly, ψευδῶς δοξάζειν Pl.Phlb. 40d; ψευδῶς γενέσθαι τὸν φόβον = groundlessly, Plb.5.110.7.
German (Pape)
[Seite 1393] ές, lügend, lügenhaft; Il. 4, 235; täuschend, λόγοι Hes. Th. 229; μῦθοι Aesch. Prom. 688; τοὺς θεοὺς ψευδεῖς τίθης Soph. Phil. 980; Ant. 653; Eur. Or. 1608 u. öfter; – pass. erlogen, falsch, unwahr; Her. 1, 117; οὐ ψευδῆ λέγω Aesch. Ag. 611, wie Soph. Phil. 100 u. öfter; Eur. u. in Prosa: λόγος ψ., im Gegensatz von ἀληθής, Plat. Crat. 385 b; ὀρθὴ ἢ ψευδὴς δόξα Theaet. 161 d; τὸ ψευδῆ ἔχειν δόξαν καὶ ἐψεῦσθαι περὶ τῶν πραγμάτων Prot. 358 c, u. öfter; – betrogen, getäuscht, Eur. I. A. 852 u. Sp.; – att. superl. ψευδίστατος, E. M., der Erzlügner, Erzbetrüger. – Adv. ψευδῶς, z. B. λέγω, Eur. I. T. 1309; προσποιεῖσθαι Thuc. 1, 137.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
I. 1 menteur, trompeur ; ψευδὴ ἑαυτὸν καθιστάναι SOPH se démentir (en agissant autrement qu'on a dit) ; ψευδῆ τινα τιθέναι SOPH faire de qqn un menteur ; ψευδῆ φαίνεσθαι THC être pris en flagrant délit de mensonge ; en parl. de choses (paroles, nouvelles, récits, etc.);
2 faux, erroné : ψευδὴς ὁδός HDT fausse route, càd mensonge ; δόξα ψευδής fausse réputation, fausse gloire ; ou manière de voir ou opinion fausse ; τὰ ψευδῆ, τὸ ψευδές, le mensonge;
II. à qui on a menti ; trompé, abusé;
Sp. ψευδίστατος.
Étymologie: ψεύδω.
English (Slater)
ψευδής false, unreal πελάγει δ' ἐν πολυχρύσοιο πλούτου πάντες ἴσᾳ νέομεν ψευδῆ πρὸς ἀκτάν (as a result of wine-drinking) fr. 124. 7.
English (Strong)
from ψεύδομαι; untrue, i.e. erroneous, deceitful, wicked: false, liar.
English (Thayer)
ψευδές (ψεύδομαι), from Homer, Iliad4,235 down, lying, deceitful, false: μάρτυρες, οἱ ψευδεῖς (A. V. liars), ψεύστης, which see).
Greek Monolingual
-ές, ΝΜΑ
(για πράγμ.) αυτός που δεν ανταποκρίνεται στην αλήθεια, στην πραγματικότητα, αναληθής ή ανύπαρκτος, ψεύτικος (α. «ψευδείς πληροφορίες» β. «ψευδῆ φήμην ἡμῶν κατὰ θεοῦ ὑμνούντων», Πλάτ.)
νεοελλ.
1. ανειλικρινής, προσποιητός, υποκριτικός (α. «ψευδής φιλία» β. «ψευδής διαβεβαίωση»)
2. τεχνητός, μη φυσικός («ψευδής κόμη» — η περούκα)
3. φρ. α) «ψευδής καταμήνυση»
(νομ.) βλ. καταμήνυση
β) «ψευδής δήλωση»
(νομ.) δήλωση στην οποία ένα πρόσωπο δηλώνει ή βεβαιώνει εν γνώσει του ψευδή στοιχεία ή αρνείται ή κρύβει τα αληθινά
γ) «ψευδής καρπός»
βοτ. καρπός στον σχηματισμό του οποίου συμμετέχουν δύο ή περισσότερα καρπόφυλλα του ίδιου άνθους, το περιάνθιο ή ο ανθικός άξονας
αρχ.
1. (για πρόσ.) αυτός που λέει ψέματα
2. (με παθ. σημ.) εξαπατημένος («ψευδὴς γενομένη καὶ παθοῦσ' ἀνάξια», Ευρ.)
3. το αρσ. ως ουσ. ὁ ψευδής
ο ψεύτης
4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ψευδῆ
τα ψέματα
5. φρ. α) «ψευδὴς φαίνομαι» — αποκαλύπτομαι να λέω ψέματα, να ψεύδομαι (Θουκ.)
β) «ψευδῆ ἐπιδεικνύω τινὰ» — αποδεικνύω ότι κάποιος λέει ψέματα (Πλάτ.)
γ) «ψευδεῖς λόγοι» — τα σοφίσματα (Πλάτ.)
δ) «ἐπὶ ψευδῆ ὁδὸν τρέπομαι» — καταφεύγω στο ψεύδος (Ηρόδ.)
ε) «ψευδέων ἀγορή»
(στην Αθήνα) μέρος της αγοράς όπου γινόταν η πώληση πιθήκων, τους οποίους θεωρούσαν κίβδηλες απομιμήσεις του ανθρώπου (Ιπποκρ.)
στ) «ἥδε ἡ ψευδὴς οὐσία»
(φιλοσ.) ο κόσμος τών αισθήσεων (Πλωτ.).
επίρρ...
ψευδώς / ψευδῶς, ΝΜΑ
1. αντίθετα προς την αλήθεια ή την πραγματικότητα
2. εσφαλμένα
αρχ.
χωρίς λογική βάση, χωρίς λόγο («ψευδῶς γενέσθαι τὸν φόβον», Πολ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψεῦδος, κατά το ἀληθής.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ψευδής -ές, poët. ook ψεῦδις -ιος [ψεύδομαι] leugenachtig, vals, bedrieglijk; van pers.:; τοὺς θεοὺς ψευδεῖς τίθης jij maakt de goden leugenachtig Soph. Ph. 657; μάρτυς ψευδής valse getuige NT Act. Ap. 6.13; van zaken:; ψευδεῖς μῦθοι leugens Aeschl. PV 685; οὐ τρέπεται ἐπὶ ψευδέα ὁδόν hij neemt niet zijn toevlucht tot leugens Hdt. 1.117.2; subst. τὰ ψευδή leugens.
Russian (Dvoretsky)
ψευδής:
1 ложный, обманчивый (μῦθοι Aesch.; ὄνειροι Eur.; ὅρκοι Plat.; χρησμοί Luc.): δόξα ψ. Xen. ложная слава, Plat., Plut. ложное мнение; ψευδεῖς κατηγορίαι Aeschin., αἰτίαι Polyb. и φευδῆ κατηγορημένα Plat. ложные обвинения;
2 неверный, ошибочный (τιμωρία Plat.): ψ. λόγος Arst. ошибочное (ложное) умозаключение;
3 лживый (λόγοι Hes., Soph.; μάρτυρες NT): ἐπὶ ψευδέα ὁδὸν τραπέσθαι Her. стать на путь лжи; ψ. δόσις Eur. лживо обещанный дар;
4 обманутый: ψ. γενομένη καὶ παθοῦσ᾽ ἀνάξια Eur. обманутая и оскорбленная.
οῦς ὁ лжец Hom., Soph., Eur.: ψευδῆ ἑαυτὸν καθιστάναι Soph. показать себя лжецом; ψευδῆ τινα ἀποδεικνύναι Plat. изобличить кого-л. во лжи; ψευδῆ φαίνεσθαι Thuc., Xen., Plat. быть обличенным во лжи, оказаться лжецом - см. тж. ψευδές.
Greek Monotonic
ψευδής: -ές, γεν. -έος (ψεύδομαι)·
I. 1. αυτός που δεν είναι αληθινός, αναληθής, ψεύτικος, Λατ. mendax, σε Ησίοδ. κ.λπ.· ἐπὶ ψευδῆ ὁδὸν τρέπεσθαι, καταφυγή σε ψέματα, σε Ηρόδ.
2. λέγεται για ανθρώπους, ψευδόμενος, και ως ουσ., ψεύτης· οὐ γὰρ ἐπὶ ψευδέσσι πατὴρ Ζεὺς ἔσσετ' ἀρωγός, ο Δίας δεν θα βοηθήσει τους ψεύτες (άλλοι διαβάζουν «ἐπὶ ψεύδεσσι», από το ψεῦδος, δεν θα βοηθήσει στα ψέματα)· ψευδὴς φαίνεσθαι, αποκαλύπτομαι να λέω ψέμματα, σε Θουκ.
3. τὰ ψευδῆ, ψέματα, ψεύδη· ψευδῆ λέγειν, σε Αισχύλ., Αριστοφ.
II. Παθ., συκοφαντημένος, απατημένος, εψευσμένος, σε Ευρ.
III. επίρρ., ψευδῶς, στον ίδ., σε Θουκ.
Greek (Liddell-Scott)
ψευδής: ψευδές, γεν. ψευδέος, (ψεύδομαι) ὡς καὶ νῦν, ὁ μὴ ἀληθὴς, ἐπὶ πραγμάτων, Λατ. mendax, falsus, ἀντίθετον τῷ ἀληθὴς, ψ. λόγοι, μῦθοι Ἡσ. Θεογ. 229, Αἰσχύλ. Πρ. 685, Εὐρ. Ἱππόλ. 1288 (πρβλ. Μήδ. 354)· ἐπὶ ψευδῆ ὁδὸν τρέπεσθαι, καταφεύγειν εἰς τὸ ψεῦδος, Ἡρόδ. 1. 117· ψ. κατηγορίαι, αἰτίαι Αἰσχίν. 53. 36, Ἰσοκρ. π. Ἀντιδ. § 146, Πολύβ. 5. 41, 3. λόγοι Σοφ. Ο. Τ. 526, καὶ συχν. παρὰ Πλάτωνι, κλπ.· - ψευδολόγοι, λέγονται καὶ τὰ σοφίσματα ἐν τῇ λογικῇ, ἴδε Ἀριστ. Τοπικ. 8. 12, Πλάτ. Θεαίτ. 148Β. 2) ἐπὶ προσώπων, ψευδόμενος, ψευδολόγος, καὶ ὡς οὐστιαστ., ψεύστης, οὐ γὰρ ἐπὶ ψευδέσσι πατὴρ Ζεὺς ἔσσετ’ ἀρωγὸς Ἰλ. Δ. 235 (τὸ μόνον παράδειγμα παρ’ Ὁμήρῳ· ἴσως μάλιστα ὁ ὀρθὸς τονισμὸς εἶναι ψεύδεσσι ἐκ τοῦ ψεῦδος)· τοὺς θεοὺς ψευδεῖς τίθης Σοφ. Φιλ. 992, πρβλ. Ἀντιγ. 657· ψ. ἔφυς Εὐρ. Ὀρ. 1607, πρβλ. Ι. Α. 852· ψ. φαίνομαι, ἀποκαλύπτομαι ψευδόμενος, Θουκ. 4. 27, πρβλ. Πλάτ. Θεαίτ. 148Β, ψ. ἐπιδεικνύναι τινὰ ὁ αὐτ. ἐν Χαρμ. 158D· οὕτως ἐν τῷ ὑπερθ. ψευδέστατος, Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 14. 37, πρβλ. Ἐτυμ. Μέγ. 110. 29. 3) τὰ ψευδῆ, ψεύδη, ψεύματα, ψευδῆ λέγειν Αἰσχύλ. Ἀγ. 625, Ἀντιφῶν 112. 34, κλπ.· οὐκ ἔσθ’ ὅπως λέξαιμι τὰ ψευδῆ καλὰ Αἰσχύλ. Ἀγ. 620· ψ. διαβάλλειν τινὰ Ἀριστοφ. Ἱππ. 64· ψευδῶν συγκολλητὴς ὁ αὐτ. ἐν Νεφ. 446. 4) ψευδέων ἀγορά, παρ’ Ἱππ. ἐν Ἐπιδημ. τὸ γ΄ 1077, 1079, λέγεται ὅτι ἦτο τὸ μέρος τῆς ἐν Ἀθήναις ἀγορᾶς ἔνθα ἐπωλοῦντο πίθηκοι ἴσως ὡς κίβδηλα ἀπομιμήματα τοῦ ἀνθρώπου. ΙΙ. Παθ., ἐψευσμένος, ἠπατημένος, ψευδὴς γενομένη Εὐρ. Ι. Α. 852. ΙΙΙ. Ἐπίρρ. ψευδῶς λέγειν Εὐρ. Ι. Τ. 1309· προσποιεῖσθαι Θουκ. 1. 137· ψ. δοξάζειν Πλάτ. Φίληβ. 40D· ψ. γενέσθαι φόβον Πολύβ. 5. 110, 7.
Middle Liddell
ψευδής, ές ψεύδομαι
I. lying, false, Lat. mendax, Hes., etc.; ἐπὶ ψευδῆ ὁδὸν τρέπεσθαι to betake oneself to lying ways, Hdt.
2. of persons, lying, and as substantive a liar, οὐ γὰρ ἐπὶ ψευδέσσι πατὴρ Ζεὺς ἔσσετ' ἀρωγός Zeus will not assist lying men (others read ἐπὶ ψεύδεσσι from ψεῦδος, will not assist lies); ψ. φαίνεσθαι to be detected in falsehood, Thuc.
3. τὰ ψευδῆ falsehoods, lies, ψευδῆ λέγειν Aesch., Ar.
II. pass. belied, beguiled, deceived, Eur.
III. adv. falsely, Eur., Thuc.
Chinese
原文音譯:yeud»j 普修得士
詞類次數:形容詞(3)
原文字根:假 相當於: (כָּזָב) (שָׁוְא) (שֶׁקֶר)
字義溯源:不真實,假的,不對的,說謊的,說謊者;源自(ψεύδομαι)*=撒謊)。這編號雖只使用三次,但這編號與別的編號之組合字卻有十五個之多(見 (ψεύδομαι)同源字)。虛謊與真理相對,來自魔鬼,他本是說謊的,也是說謊之人的父( 約8:44)
出現次數:總共(3);徒(1);啓(2)
譯字彙編:
1) 說謊的(1) 啓21:8;
2) 是假的(1) 啓2:2;
3) 假(1) 徒6:13