ψευδόστομα

Revision as of 16:20, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ατος, τό, A the false or blind mouth of a river, Str.17.1.18(pl.).

German (Pape)

[Seite 1395] τό, falsche, unächte Mündung, Strabo XVII.

Greek (Liddell-Scott)

ψευδόστομα: τό, ψευδὲς ἢ πεφραγμένον στόμα (ἐκβολὴ) ποταμοῦ, Στράβ. 801.

Greek Monolingual

το, ΝΑ
κλειστή εκβολή ποταμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο)- + στόμα.