ψηφοειδής

Revision as of 16:20, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ές, A pebbly, Thphr.Lap.47.

German (Pape)

[Seite 1397] ές, kieselartig, kieselähnlich, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

ψηφοειδής: -ές, ὅμοιος πρὸς ψήφους, πρὸς ψηφίδας ἢ λιθάρια, πλήρης ψηφίδων ἢ χαλίκων, Θεοφρ. περὶ Λίθ. 47.

Greek Monolingual

-ές, Α
1. όμοιος με ψηφίδα
2. γεμάτος ψηφίδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψήφος + -ειδής].