ον, ὁ, A countryman, St. Byz. s.v. ἀγρός.
ἀγρίτης: -ου, ὁ, χωρικός, Στέφ. Βυζ. ἐν λεξ. ἀγρός.
-ου, ὁ campesino St.Byz.s.u. ἀγρός.