ἀδιάγνωστος

Revision as of 16:40, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ον, A indistinguishable, D.S.1.30; ἀ. τῷ χρώματι τοῦ ἐδάφους Antig.Mir.25(29); hard to distinguish or understand, ὀνόματα Aristid. Quint.1.5.

Greek (Liddell-Scott)

ἀδιάγνωστος: -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ διαγνώσῃ, διακρίνῃ, Διόδ. 1. 30· δύσκολος νὰ διακριθῇ ἢ κατανοηθῇ, ὀνόματα, Ἀριστείδ. Κουϊντιλ. 9. 14.

Spanish (DGE)

-ον
1 que no se puede distinguir ὁ τῆς λίμνης τύπος D.S.1.30, ὀνόματα Aristid.Quint.7.13, ἀ. τῷ χρώματι τοῦ ἐδάφους Antig.Mir.25(29).
2 difícil de leer Ptol.Tetr.1.21.21.

Russian (Dvoretsky)

ἀδιάγνωστος: неразличимый, незаметный (ὁ τῆς λίμνης τύπος Diod.).