δύσκολος
διώκει παῖς ποτανὸν ὄρνιν → a boy chases a bird on the wing, vain pursuit
English (LSJ)
δύσκολον, (κόλον):
I of persons, prop. hard to satisfy with food (cf. Ath.6.262a): but, generally, hard to please, discontented, fretful, peevish, ill-tempered, discontented, tetchy, churlish, difficult Ar.V.942; γῆρας E.Ba.1251; δ. ψυχὴ καὶ ἀγρία Pl.Lg.649e, cf. Arist.EN1108a30, etc.; restive (of a horse); τὸ δύσκολον Pl.Lg.791c; of animals, intractable, Id.Tht.174d (Comp.): so in Adv. δυσκόλως, ἔχειν, διακεῖσθαι πρός τινα, D.19.132, Isoc.3.33; δυσκολώτερον διακεῖσθαι Pl. Phd.84e.
II of things, troublesome, annoying, disagreeable, harassing δύσκολος ἡ ἡνιόχησις Id.Phdr.246b; πυρετοί Hp.Coac.38: generally, unpleasant, ἄν τι δύσκολον συμβῇ D.18.189, cf. Men.89; εἴ τι δύσκολον πέπρακται Θηβαίοις πρὸς ἡμᾶς D. 18.176; καιροὶ δύσκολοι = difficult times, IG22.682.33. Adv. δυσκόλως, ὑπακούειν Hp.Epid.3.8.
2 difficult to explain, Arist.SE180b5, Metaph.1001b1; δύσκολόν ἐστι = it is difficult, Ev.Marc.10.24, cf. Onos.1.15 (Comp.); τὰ μὲν ῥάδια… τὰ δὲ δύσκολα Phld.Po.994.24. Adv. δυσκόλως = hardly, with difficulty, in an ill-tempered manner, with annoyance, impatiently, awkwardly, unpleasantly Ev.Marc.10.23,al.
Spanish (DGE)
-ον
I de pers.
1 malhumorado, irritable σὺ ... χαλεπὸς ὢν καὶ δ. Ar.V.942, τὸ ὑίδιον Ar.V.1356, δικαστής Ar.Pax 349, χρῆσται Ar.Nu.240, cf. Eq.42, Lys.1030, Plu.2.767c, Hierocl.Facet.183, κοὐ δύσκολ', ἀλλὰ πρᾶο Ar.Th.1211, ἐν ... τῇ συνουσίᾳ δύσκολοι X.Cyr.2.2.2, ἀηδὴς δύσερίς τις καὶ δ. Arist.EN 1108a30, δ. εἰμί τις ἄνθρωπος D.6.30, οὐδείς ἐστιν οὕτω δ. τὴν φύσιν Aeschin.3.59, ἄνθρωποι ... δύσκολοι γίνονται πρὸς τοὺς φίλους Plb.32.11.8, δύσκολε δαίμων prob. ref. Hades IUrb.Rom.1481 (imper.), οἱ πικροὶ ... καὶ δύσκολοι Plu.2.463a, cf. Phld.Elect.10.19, D.Chr.33.15, Philostr.VS 508
•neutr. adv. δυσκολώτερον ... διακεῖσθαι estar de peor humor Pl.Phd.84e, cf. Isoc.19.26, μή τις ἀπαντήσῃ ... δύσκολον Phld.Sign.21.35; Δύσκολος tít. de una comedia de Menandro, Ath.146e, de Mnesímaco, Ath.359c
•por meton. δ. ψυχὴ καὶ ἀγρία ref. al carácter, Pl.Lg.649e, cf. Ph.1.384, ἡ μὲν τρυφὴ δύσκολα καὶ ἀκράχολα ... τὰ τῶν νέων ἤθη ἀπεργάζεται Pl.Lg.791d
•tb. de anim. οὐδὲ ἡμῶν ζῷον ... δυσκολώτερον ningún animal es más irritable que nosotras dicen las avispas, Ar.V.1105, cf. Pl.Tht.174d
•neutr. subst. τὸ δύσκολον = el mal humor Pl.Lg.791c.
2 difícil de satisfacer en rel. a la comida ὁ δ., ὅς ἐστι δυσάρεστος καὶ σικχός Ath.262a.
II de abstr. y cosas
1 desagradable, enojoso τὸ γῆρας E.Ba.1251, βίος Ar.Pl.263, χαλεπὴ δὴ καὶ δ. ... ἡ περὶ ἡμᾶς ἡνιόχησις Pl.Phdr.246b, πυρετοί Hp.Coac.38, εἴ τι δ. πέπρακται Θηβαίοις πρὸς ἡμᾶς D.18.176, τὰ γεγονότα ... δύσκολα τοῖς Ἕλλησιν Plb.27.10.3, πόνος Ph.1.255, πράγματα Diog.Oen.40.4, οὐδὲν δ. ἔνι ἐπὶ τῆς οἰκίας σου POxy.1218.5 (III d.C.)
•neutr. plu. subst. τὰ δύσκολα = las molestias Arr.Epict.4.4.37.
2 difícil, problemático τοῦτ' Ar.Ra.805, περιστάντων τῇ πόλει καιρῶν δυσκόλων IG 22.682.33 (III a.C.), σειτωνήσ[αν] τα ἐν καιρῷ δυσκόλῳ TAM 5.942.8 (Tiatira, imper.), cf. IStratonikeia 16.14 (II/III d.C.), τὰ δύσκολα (κατὰ τὴν ἐκφοράν) los sonidos difíciles de pronunciar op. ῥᾴδιος Phld.Po.A 24.11, ἄπορον καὶ δύσκολον ... τὸ πέλαγος D.Chr.5.9, ἐνέργεια ... ἐλλιπὴς ... καὶ δ. Aristid.Quint.104.11
•c. suj. inf. ψυχὰς ἐξ ἀθυμίας ἰάσασθαι ... δυσκολώτερον ἢ ... θεραπεῦσαι νόσον Onas.1.15, δύσκολον ἦν μοι ἐντυχεῖν τῷ Αὐτοκράτορι IManisa 523.51 (II d.C.), cf. Eu.Marc.10.24, ἦν ... δύσκολον ἐξελεῖν τῆς διανοίας κρίσιν era difícil sacar de su mente una resolución I.AI 6.43, cf. D.Chr.38.4, Vett.Val.337.23
•neutr. subst. τὸ δύσκολον = dificultad ἔχει τι δύσκολον = tiene alguna dificultad Hp.Coac.205, 328, ἄν τι δύσκολον συμβῇ D.18.190, πολλὰ δύσκολα εὕροις ἄν Men.Fr.91, μάχεσθαι τοῖς δυσκόλοις luchar contra las dificultades I.BI 6.36
•c. inf. determinante difícil de οὐχ ... ἡ γεωργία δύσκολόν ἐστι μαθεῖν la agricultura no es difícil de aprender X.Oec.15.10
•esp. en lóg. difícil de explicar τὸ ἁπλῶς ἀληθεύειν ἢ ψεύδεσθαι, δύσκολον φαίνεται Arist.SE 180b5, ἀμφοτέρως δὲ δύσκολον Arist.Metaph.1001b1.
III adv. δυσκόλως
1 malhumoradamente, δυσκόλως ἔχειν o δυσκόλως διακεῖσθαι = estar receloso o malhumorado τότε δυσκόλως εἶχον I.AI 4.87, δυσκόλως οὕτως ἡμῖν συναντῶσιν SB 9920b.2 (III a.C.)
•c. πρός y ac. de pers. estar receloso o malhumorado con τῶν τὴν νῆσον οἰκούντων δυσκόλως πρὸς ἡμᾶς διακειμένων Isoc.3.33, δυσκόλως τ' ἔχειν ... πρὸς τὸν Φίλιππον D.19.132
•con desagrado, con disgusto ἐὰν δέ τις ἡμῶν τοῦτο δ. ποιῇ Ath.45e.
2 dificultosamente, con dificultad τοῖσί τε προσφερομένοισι δυσκόλως ὑπακούειν = responder con dificultad a los remedios administrados Hp.Epid.3.8, πῶς δυσκόλως οἱ τὰ χρήματα ἔχοντες εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ θεοῦ εἰσελεύσονται Eu.Marc.10.23, cf. Vett.Val.117.6, δυσκόλως γὰρ ἀνοίγεται (τὸ πανάριον) POxy.1294.10 (II/III d.C.), δυσκόλως ... περιθεῖν Philostr.Iun.Im.10.19, δ. ἀνερχόμεθα εἰς τὴν πόλειν PPrincet.102.9 (IV d.C.), ἄνθρωποι οἵτινες δυσκόλως ἔχουσιν εἰσιέναι εἰς τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν Didym.Gen.52.10.
3 dolorosamente, con sufrimiento en sent. fís. οὐδὲ τὰ βησσόμενα δυσκόλως y las expectoraciones no son dolorosas Hp.Epid.1.3, cf. 5.
4 con mala intención, con maldad τίς τοῦτο σῆμα δυσκόλως ἀτιμάσει en una tumba Inscr.Phryg.41.11 (II d.C.).
• Etimología: Quizá comp. de δυσ- y σκολος, cf. σκέλλομαι ‘secarse’, ‘endurecerse’.
German (Pape)
[Seite 683] (von κόλον nach Ath. VI, 262 a, d. i. δυσάρεστος καὶ σικχός), schwer zu befriedigen, unzufrieden, mürrisch; γῆρας Eur. Bacch. 1249; γερόντιον Ar. Equ. 42; καὶ χαλεπός Vesp. 942; Plat. oft auch von Sachen, schwierig, καὶ χαλεπὴ ἡνιόχησις Phaedr. 246 b; θεραπεία Theag. 121 b; πρός τι Rep. III, 407 b; Folgde, z. B. Arist. Eth. 4, 6 ὁ πᾶσι δυσχεραίνων – δύσερις καὶ δύσκολος. – Adv., δυσκόλως, z. B. ἔχειν Isocr. 4, 129; πρός τι, 3, 1; δυσκολώτερον διάκειμαι Plat. Phaedr. 84 a.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 d'humeur difficile, morose, chagrin;
2 en parl. de choses déplaisant, désagréable;
NT: difficile.
Étymologie: pê p. *δύσπολος, inabordable, de δυσ-, πέλομαι -- DELG rapprochement avec κέλομαι guère plus convainquant qu'avec πέλομαι.
Russian (Dvoretsky)
δύσκολος:
1 (вечно), недовольный, брюзгливый, капризный (γῆρας Eur.; γερόντιον Arph.; ἄνθρωπος Dem.);
2 злобный, раздражительный (ζῷον Arph., Plat.);
3 мучительный, тяжелый, трудный (ἡνιόχησις Plat.; δύσκολόν τί πρᾶξαι Dem.; πόλεμος, βίος Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
δύσκολος: -ον, (κόλον): Ι. ὁ ἀηδῶς ἔχων περὶ πᾶσαν τροφήν, σικχὸς (πρβλ. Ἀθην. 262Α)· καθόλου, δυσκόλως εὐχαριστούμενος, δύστροπος, ἰδιότροπος, παράξενος, Εὐρ. Βάκχ. 1251, Ἀριστοφ. Σφηξ. 942, Πλάτ., κτλ· πρβλ. Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 6, 2· ἐπὶ ζῴων, δυσπειθής, ἀτίθασος, Πλάτ. Θεαιτ. 174D· οὕτως ἐν τῷ ἐπιρρ. δυσκόλως ἔχειν Ἰσοκρ. 67C, Δημ. 381. 29, κτλ.· δυσκολώτερον διακεῖσθαι Πλάτ. Φαίδωνι 84Ε. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, ἐνοχλητικῶς, καταπονῶν, δ. ἡ ἡνιόχησις ὁ αὐτ. 246Β· ἐπὶ νόσων, δύσκολοι πυρετοὶ Ἰππ. 122Η, κτλ., ἴδε Foës. Οἰκον.· καθόλου, δυσάρεστος, Δημ. 291. 21, Μένανδ. Βοιωτ. 2· τὸ δύσκολον Πλάτ. Νόμ. 791C. 2) δυσεξήγητος, δυσερμήνευτος, Ἀριστ. Σοφ. Ἐλέγχ. 25, 3, Μεταφ. 2. 4, 30· δ. ἐστι Εὐγγ. κ. Μᾶρκ. 10. 24. - Ἐπίρρ. -λως, μετὰ δυσκολίας, αὐτόθι 10. 23 κ. ἀλλ.
English (Strong)
from δυσ- and kolon (food); properly, fastidious about eating (peevish), i.e. (genitive case) impracticable: hard.
English (Thayer)
δύσκολόν (κόλον, food);
1. properly, hard to find agreeable food for, fastidious about food.
2. difficult to please, always finding fault; (Euripides, Aristophanes, Xenophon, Plato, others).
3. universally, difficult (Xenophon, oec. 15,10 ἡ γεωργία δύσκολος ἐστι μαθεῖν): πῶς δύσκολόν ἐστι, followed by an accusative with an infinitive, Mark 10:24.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM δύσκολος, -ον)
1. (για πράγματα ή καταστάσεις) αυτός που προκαλεί δυσκολίες ή εμπόδια
2. (για πρόσωπα) δύστροπος, ιδιότροπος («δύσκολος άνθρωπος, χαρακτήρας», ο Δύσκολος του Μενάνδρου)
3. (για χρονική περίοδο) με δυσχερή προβλήματα («δύσκολες μέρες», «δύσκολη χρονιά»)
4. δυσεξήγητος, περίπλοκος («δύσκολο μάθημα, δύσκολη θεωρία»)
5. (για τόπο, δρόμο κ.λπ.) δυσκολοδιάβατος
6. (για ημέρα) δυσοίωνος, με κακούς οιωνούς
7. (για ασθένεια) δυσκολοθεράπευτος, δυσίατος
8. αυτός που δύσκολα ευχαριστιέται με το φαγητό, ο υπερβολικά εκλεκτικός
9. το ουδ. ως ουσ. το δύσκολο (AM δύσκολον)
η δυσχέρεια
νεοελλ.
αυτός που γίνεται με δυσκολία («δύσκολος τοκετός»)
μσν.
1. (για ελπίδα) μάταιος
2. το ουδ. ως ουσ.
1. δίλημμα
2. πληθ. α) βάσανα
β) κακοτοπιές
αρχ.
αυτός που προκαλεί ενοχλήσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη άγνωστης ετυμολ. Οι υποθέσεις που ανάγουν τον τ. αφ' ενός στη ρίζα kel- που απαντά στη ρίζα Kwel- που απαντά στο πέλομαι δεν είναι πολύ πειστικές].
Greek Monotonic
δύσκολος: -ον, αντίθ. προς το εὔκολος·
I. λέγεται για πρόσωπα, κυρίως, δύσκολος στο να ικανοποιηθεί με φαγητό, ιδιότροπος, ακόρεστος· έπειτα, γενικά, ανικανοποίητος, δύστροπος, ιδιότροπος, παράξενος, σε Ευρ., Αριστοφ. κ.λπ.· επίρρ., δυσκόλως ἔχειν, διακεῖσθαι, είμαι οξύθυμος, απείθαρχος, σε Πλάτ.
II. λέγεται για πράγματα, ενοχλητικός, βασανιστικός, στον ίδ.· γενικά, δυσάρεστος, σε Δημ.· δύσκολόν ἐστι, είναι δύσκολο, σε Καινή Διαθήκη· επίρρ. -λως, δύσκολα, με δυσχέρεια, στο ίδ. (η προέλ. από το -κολος είναι αμφίβ.).
Frisk Etymological English
Grammatical information: adj.
Meaning: discontented, troublesome (Hp., Att.)
Derivatives: δυσκολία discontentedness. Opposite εὔκολος content with εὑκολία.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Unknown. Unconvincing are connections with κέλομαι, πέλομαι etc. by Curtius, Bq and Hofmann Et. Wb. d. Griech.
Middle Liddell
δύσ-κολος, ον [opp. to εὔκολος [Deriv. of -κολος uncertain.]
I. of persons, properly, hard to satisfy with food; then, generally, hard to please, discontented, fretful, peevish, Eur., Ar., etc.:—adv., δυσκόλως ἔχειν, διακεῖσθαι to be peevish, Plat.
II. of things, troublesome, harassing, Plat.; generally, unpleasant, Dem.:— δύσκολόν ἐστι it is difficult, NTest.:—adv. -λως, hardly, with difficulty, NTest.
Frisk Etymology German
δύσκολος: {dúskolos}
Meaning: unzufrieden, mürrisch, mißlich (Hp., att.)
Derivative: mit δυσκολία Unzufriedenheit Gegensatz εὔκολος zufrieden, vergnügt mit εὐκολία.
Etymology: Lauter unsichere od. wertlose Vermutungen (zu κέλομαι, πέλομαι usw.) bei Curtius, Bq und Hofmann Et. Wb. d. Griech.
Page 1,426
Chinese
原文音譯:dÚskoloj 低士-可羅士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:難-進食
字義溯源:對食物有苛求的,堅硬的,難;由(δυσ)*=難)與(κολοβόω)X*=食物)組成
出現次數:總共(1);可(1)
譯字彙編:
1) 難哪!(1) 可10:24
English (Woodhouse)
crabbed, ill-tempered, morose, peevish, perverse, bad tempered, hard to please, ill-humored, ill-humoured
Mantoulidis Etymological
(=αὐτός πού δύσκολα εὐχαριστιέται μέ τροφή, δύστροπος). Ἀπό τό δυς + κόλον (=τό κάτω μέρος τοῦ παχέος ἐντέρου).
Παράγωγα: δυσκολαίνω, δυσκολία, καί τό ἀντίθετο: εὔκολος.
Translations
difficult
Afrikaans: moeilik; Albanian: i vështirë; Amharic: አስቸጋሪ; Arabic: صَعْب; Moroccan Arabic: واعر; Armenian: դժվար, բարդ, ծանր; Assamese: টান; Asturian: difícil; Azerbaijani: çətin, düşvar; Bashkir: ҡыйын, ауыр; Basque: nekez; Belarusian: цяжкі, трудны; Bengali: কঠিন; Bikol Central Bikol Legazpi: dipisil; Bikol Naga: masakit; Breton: diaes; Brunei Malay: payah; Bulgarian: труден, мъ́чен, тежък; Burmese: ခဲယဉ်း, ခက်; Catalan: difícil; Cebuano: lisud; Chamicuro: yeewa; Chechen: хала; Cherokee: ᎤᏦᏍᏗ, ᏍᏓᏯ; Chinese Cantonese: 難, 难, 困難, 困难; Mandarin: 難, 难, 困難, 困难, 艱難, 艰难; Wu: 難; Chukchi: аӈъачеты; Crimean Tatar: qıyın; Czech: obtížný, těžký; Danish: vanskelig; Dutch: lastig, moeilijk; Esperanto: malfacila; Estonian: keeruline; Faroese: torførur; Finnish: vaikea, hankala; French: difficile; Galician: difícil; Georgian: ძნელი, რთული, მძიმე; German: schwer, schwierig; Gothic: 𐌰𐌲𐌻𐌿𐍃; Greek: δύσκολος; Ancient Greek: ἀμήχανος, ἄπορος, δύσκολος, δυσχερής, προσάντης, δυσπετής, χαλεπός; Greenlandic: sapernarpoq; Gujarati: કઠિન; Haitian Creole: difisil; Hebrew: קָשֶׁה, מסובך; Hindi: कठिन, विकट, मुश्किल, दुश्वार; Hungarian: nehéz; Icelandic: erfiður; Ido: desfacila; Ilocano: narigat; Indonesian: sukar, susah; Ingush: хала; Interlingua: difficile; Irish: deacair, anfhurasta, anacair, achrannach, doiligh; Italian: difficile; Japanese: 難しい, 困難な; Kabuverdianu: puxadu, pexóde, rabés; Kannada: ಕಟ್; Kazakh: қиын, ауыр; Khmer: ពិបាក, យ៉ាប់; Korean: 어렵다, 힘들다; Kurdish Central Kurdish: زەحمەت, گران, سەخت; Kyrgyz: кыйын, оор; Ladino: difísil, zor; Lao: ຍາກ; Latin: difficilis; Latvian: sarežģīts, grūts; Lithuanian: sunkus; Macedonian: тежок, мачен; Malay: sukar, susah; Maltese: diffiċli; Manx: doillee, creoi, trome, mooar, neuaashagh; Maori: whēuaua, uaua, taumaha hārukiruki; Mirandese: defícel; Mon: ဝါတ်; Mongolian: хэцүү, хүнд, бэрх, хүчир; Navajo: nantłʼah; Norwegian: vanskelig; Occitan: malaisit, dificil; Old Church Slavonic Cyrillic: тѩжькъ; Old English: earfoþe; Pashto: ګران, مشکل; Persian: دشوار, مشکل, سخت, صعب; Polish: trudny, ciężki; Portuguese: difícil; Punjabi: ਕਠਿਨ; Quechua: sasa; Romanian: greu, dificil, anevoios, complicat; Russian: трудный, тяжёлый, тяжкий, сложный; Sanskrit: कठिन; Scottish Gaelic: doirbh, mì-fhurasda, cruaidh, trom, duilich; Serbo-Croatian Cyrillic: тежак; Roman: težak; Sinhalese: අමාරු; Slovak: obtiažny, ťažký; Slovene: težek; Sorbian Upper Sorbian: ćežki; Spanish: difícil; Swedish: svår; Tagalog: mahirap; Tajik: мушкил, душвор, сахт; Tamil: கடினமான; Tatar: кыен, авыр; Telugu: కఠినమైన, కష్టమైన; Tetum: susar; Thai: ยาก, ลำบาก; Tibetan: ཁག་པོ, དཀའ་ལས་ཁག་པོ, དཀའ་མོ, དཀའ་ངལ་ཅན; Tocharian B: waimene, āmāskai; Tongan: faingataʻa; Turkish: zor, güç, müşkül, çetin, kıyın, düşvar, ağır; Turkmen: çatak, çetin, kyn, müçgil; Ukrainian: важкий, трудний; Urdu: مشکل, دشوار, کٹھن; Uyghur: قىيىن, مۈشكۈل; Uzbek: qiyin, mushkul, murakkab; Vietnamese: khó, khó khăn; Volapük: fikulik; Welsh: anodd, caled; West Frisian: swier; White Yiddish: שווער, האַרב
toilsome
Bulgarian: тежък, уморителен, труден, напрегнат; Catalan: laboriós; Czech: pracný; Dutch: bewerkelijk, arbeidsintensief, laborieus; Faroese: stríggin, strævin, striltin, tungur; French: laborieux; German: arbeitsintensiv, mühselig, mühsam, anstrengend, schwer; Ancient Greek: ἀτμένιος, βαρύμοχθος, διάπονος, δυσπονής, δύσπονος, ἔμμοχθος, ἔμπονος, ἐπίμοχθος, ἐπίπονος, εὔπονος, καματηρός, καματῶδες, καματώδης, μογερός, ὀιζυρός, ὀϊζυρός, πολύμοχθος, πολύπονος, πονηρός, πονικός, πονόεις, ταλαπενθής, φιλόπονος; Irish: saothrach; Italian: laborioso; Latin: laboriosus; Old English: earfoþe; Polish: pracochłonny, mozolny; Portuguese: laborioso, trabalhoso; Romanian: laborios; Russian: трудоёмкий, трудный, тяжёлый, напряжённый, утомительный; Spanish: laborioso; Swedish: mödosam, tung