ἀκατάξεστος
English (LSJ)
Greek (Liddell-Scott)
ἀκατάξεστος: -ον, μὴ πελεκηθείς, ὁ μὴ ξεσθείς, Συλλ. Ἐπιγρ. 160, στήλ. 1. 60. 68, καὶ ἀλλ., Εὐστ.
Spanish (DGE)
-ον
• Alolema(s): ἀκαταχσ- IG 13.474.60, 68 (V a.C.)
no tallado, rebajado, sin igualar a cincel, de bloques de piedra para eliminar protuberancias e irregularidades κρηπίς IG 13.474.68 (V a.C.), ὀρθοστάται ib.60, λίθοι IG 7.3074.5 (Lebadea II a.C.), cf. Eust.1165.15.
Greek Monolingual
ἀκατάξεστος, -ον (Α) καταξέω
αυτός που δεν έχει πελεκηθεί, ώστε να έχει λεία επιφάνεια.