ἀκρόψωλος
English (LSJ)
ον, ψωλός A only at the end, Suid. s.v. ψωλός.
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
ἀκρόψωλος: «ὁ ἐπὶ βραχὺ λειπόδερμος, ἢ ὁ ἀσχήμων κατὰ παρέκτασιν τοῦ μορίου», Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἱππ. 959 (960).
Spanish (DGE)
-ον desnudo en la puntadel pene, Sud.s.u. ψωλός.