ψωλός

From LSJ

Ζῶμεν γὰρ οὐχ ὡς θέλομεν, ἀλλ' ὡς δυνάμεθα → Ut quimus, haud ut volumus, aevum ducimus → nicht wie wir wollen, sondern können, leben wir

Menander, Monostichoi, 190
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψωλός Medium diacritics: ψωλός Low diacritics: ψωλός Capitals: ΨΩΛΟΣ
Transliteration A: psōlós Transliteration B: psōlos Transliteration C: psolos Beta Code: ywlo/s

English (LSJ)

ὁ, with the prepuce drawn back, Ar.Av.507 (anap.) (ubi v. Sch.), Eq.964, Pl.267, Diph.39.

German (Pape)

[Seite 1405] ὁ, Einer, dessen Ruthe sich aufgerichtet und die Eichel entblößt hat, zum Beischlafe bereit, dah. geil, wollüstig, Ar. Plut. 267 Equ. 959. – Auch ein Beschnittener, an der Vorhaut.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
circoncis, décalotté (Ar. Av. 507, Eq. 964).
Étymologie: apparenté à ψήχω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ψωλός -όν [~ ψωλή] van de penis, met zichtbare eikel besneden:; οἶμαι... καὶ ψωλὸν αὐτον εἶναι ik meen dat hij zelfs besneden is Aristoph. Plut. 267; stijf; subst.: ψωλοὶ πεδίονδε lullo’s naar het strijdveld! Aristoph. Av. 507.

Russian (Dvoretsky)

ψωλός:подвергшийся обрезанию Arph.

Greek (Liddell-Scott)

ψωλός: ὁ, περιτετμημένος, ἔχων τὴν βάλανον τοῦ αἰδοίου γυμνήν, Ἀριστοφ. Ὄρν. 507, (ἔνθα ἴδε τὸν Σχολ.), Ἱππ. 964.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α
αυτός του οποίου το πέος είναι σε στύση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα του θ. ψη- του ψήω / ψῆν «τρίβω», με επίθημα -λός (πρβλ. τραυλός)].

Greek Monotonic

ψωλός: ὁ, αυτός που έχει κάνει περιτομή, λάγνος, αυτός που έχει τη βάλανο του αιδοίου γυμνή, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

ψωλός, οῦ, ὁ,
one circumcised, lewd, Ar.

Mantoulidis Etymological

(=αὐτός πού ἔχει γυμνή τή βάλανο τοῦ αἰδοίου, ἀσελγής). Ἀπό ρίζα ψω- τοῦ ψάω ψήω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.

Translations

circumcised

Armenian: թլփատ; Catalan: circumcís; Croatian: obrezani; Czech: obřezaný; Dutch: besneden; Esperanto: cirkumcidita; Faroese: umskorin; Finnish: ympärileikattu; French: circoncis; Galician: circunciso; German: beschnitten; Greek: με περιτομή, περιτετμημένος, περιτμημένος, περίτμητος, που έχει κάνει περιτομή, που έχει υποστεί περιτομή; Ancient Greek: ἐμπερίτομος, λειπόδερμος, λιπόδερμος, ψωλός; Ido: cirkoncizita; Italian: circonciso; Latin: verpus, circumcisus; Lithuanian: apipjaustytas; Maori: kokoti; Norwegian Bokmål: omskåret, omskåren; Plautdietsch: beschnäden; Polish: obrzezany; Portuguese: circuncidado, circunciso; Romanian: circumcis, obrezuit; Russian: обрезанный; Spanish: circuncidado, circunciso; Tagalog: tulî; Turkish: sünnetli