ἀκρόθι

Revision as of 17:05, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

Adv. A at the end, c. gen., νυκτός Arat.308.

German (Pape)

[Seite 83] νυκτός, Arat. 308, am Ende der Nacht.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκρόθι: ἐπίρρ., κατὰ τὴν ἀρχήν, μ. γεν. νυκτός, Ἄρατ. 308.

Spanish (DGE)

adv. al final c. gen. νυκτός Arat.308.

Greek Monolingual

ἀκρόθι επίρρ. (Α) ἄκρα
στην άκρη, στην αρχή ή στο τέλος
«ἀκρόθι νυκτός» — κατά το τέλος της νύχτας.