ἀληθινόπινος

Revision as of 17:10, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

(-πειν- Pap.), ον, A with genuine patina, ἐνώτια CPR 22.6 (ii A. D.).

Spanish (DGE)

-ον

• Grafía: graf. -πεινος
que es de perlas auténticas ἐνυδίων (l. ἐνωτ-) χρυσίων ἀληθινοπείνων ζεῦγος un par de pendientes de oro con perlas auténticas, PFam.Teb.21.19, cf. Stud.Pal.20.7.6 (ambos II d.C.).

Greek Monolingual

ἀληθινόπινος, -ον (Α)
αυτός που είναι κατασκευασμένος, που αποτελείται από πραγματικά μαργαριτάρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀληθινὸς + πίνη «είδος οστρακόδερμου, μαργαριτάρι»].