μαργαριτάρι
From LSJ
Greek Monolingual
το (AM μαργαριτάριον, Μ και μαργαριτάριν και μαργαριτάρι) μαργαρίτης
σύγκριμα που σχηματίζεται στο εσωτερικό ενός μαλακίου, αποτελείται από το ίδιο υλικό, γνωστό ως μάργαρο, με το κέλυφος του μαλακίου και είναι μεγάλης αξίας πολύτιμος λίθος, αλλ. μαργαρίτης («και με άλλους στολισμούς από μαργαριτάρια», δημ. τραγούδι)
νεοελλ.
1. μτφ. καθετί που μοιάζει στο χρώμα και στη λάμψη με το μαργαριτάρι («μαργαριτάρια ραίνονταν όλα τα δάκρυα κείνα», Ερωτόκρ.)
2. μτφ. και ειρωνικά) σοβαρό γλωσσικό ή μεταφραστικό σφάλμα («στα γραπτά του μπορείς να δεις μαργαριτάρια πρώτου μεγέθους»).