ἀλητοειδής

Revision as of 17:10, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ές, A like meal, meal coloured, Hp.Coac.590.

German (Pape)

[Seite 95] ές, mehlartig, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλητοειδής: -ές, ὡς ἄλευρον, ἔχων τὸ χρῶμα τοῡ ἀλεύρου, Ἱππ. Κωακ. 217.

Spanish (DGE)

-ές harinoso, del color de la harina Hp.Coac.590.

Greek Monolingual

ἀλητοειδής, -ὲς (Α)
ο όμοιος με αλεύρι, ή αυτός που έχει το χρώμα του αλευριού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄλητον + -ειδὴς < εἶδος.