ἀληθάργητος

Revision as of 17:20, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ον, A free from lethargy, energetic, εὐεργέτης CIG2804 (Aphrod.); γυνή JRS2.92 (Antioch. Pisid.), cf. Hsch. s.v. ἀλήστων.

German (Pape)

[Seite 94] ohne Schlafsucht, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀληθάργητος: ἐλεύθερος ληθάργου, ὁ ἀείποτε ἔξυπνος, ἄγρυπνος, Συλλ. Ἐπιγρ. 2804, Ἡσύχ., κτλ.

Spanish (DGE)

-ον
1 inolvidable εὐεργέτης IAphrodisias 2.87.16 (VI d.C.), γλυκυτάτῃ καὶ ἀληθαργήτῳ γυνεκί JRS 2.1912.92 (Antioquía de Pisidia, imper.), cf. IGCh.9 (IV d.C.), Hsch.s.u. ἀλήστων, de un edificio IGLS 2530 (biz.) en Robert, OMS 2.869.
2 que no olvida, no olvidadizo μνήμη Mac.Aeg.Hom.19.2.

Greek Monolingual

ἀληθάργητος, -ον (Α) ληθαργῶαυτός που δεν πέφτει σε λήθαργο, άγρυπνος, ενεργητικός.