ἀλφιτοσκόπος

Revision as of 17:20, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ὁ, A = ἀλφιτόμαντις, Hsch. (-σκόπαι cod.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀλφῐτοσκόπος: ὁ, = ἀλφιτόμαντις, Ἡσύχ.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ adivino por medio de harina de cebada Hsch.

Greek Monolingual

ἀλφιτοσκόπος, ο (Α)
κατά τον Ησύχ. ο «ἀλφιτομάντις», αυτός που ασκεί τη μαντική τών αλφίτων, την αλευρομαντεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄλφιτον (-α) + -σκόπος < σκοπός.