ἀμφίλινος
English (LSJ)
ον, A bound with flaxen thongs, κρούπαλα S.Fr.44 (apptly. λῑν-, but the line is corrupt).
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφίλῐνος: -ον, λινόδετος, δεδεμένος δηλ. διὰ λινοῦ δεσμοῦ ἢ ταινίας, Σοφ. Ἀποσπ. 43.
Spanish (DGE)
(ἀμφίλῐνος) -ον de bandas o cordones de lino κρούπαλα S.Fr.44.
Greek Monolingual
ἀμφίλινος, -ον (Α)
ο δεμένος με λινά λουριά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + -λινος < λίνον.
Russian (Dvoretsky)
ἀμφίλῐνος: связанный льняными путами Soph.