ἀμφίπυλος

Revision as of 17:50, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ον, A with two entrances, μέλαθρα E.Med.135 (lyr.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφίπῠλος: -ον, ὁ ἔχων δύο εἰσόδους, Εὐρ. Μήδ. 135.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à deux portes.
Étymologie: ἀμφί, πύλη.

Spanish (DGE)

(ἀμφίπῠλος) -ον
con doble entrada y salida ἐπ' ἀμφιπύλου ... ἔσω μελάθρου en el vestíbulo E.Med.135, cf. Sch.ad loc.

Greek Monolingual

ἀμφίπυλος, -ον (Α)
αυτός που έχει δύο πύλες, δύο εισόδους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + πύλη.

Greek Monotonic

ἀμφίπῠλος: -ον (πύλη), με διπλή είσοδο, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ἀμφίπῠλος: двувратный (μέλαθρον Eur.).

Middle Liddell

πύλη
with two entrances, Eur.