ἀνακούφισμα

Revision as of 18:15, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ατος, τό, A a relief, Hp.Vict.2.64.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνακούφισμα: -ατος, τό, ἐλάφρυνσις, Ἱππ. 364. 4.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
elevación de brazos τὰ δὲ ἀνακινήματα καὶ ἀνακουφίσματα τὴν μὲν σάρκα ἥκιστα διαθερμαίνει Hp.Vict.2.64.1.

Greek Monolingual

το (Α ἀνακούφισμα) ἀνακουφίζω
η ανακούφιση.