ἀνασχινδυλεύω

Revision as of 18:35, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

A = ἀνασκολοπίζω, Pl.R.362a; cf. ἀνασκινδυλεύω.

German (Pape)

[Seite 210] (att. für ἀνασκινδυλεύω), aufpfählen, kreuzigen, Plat. Rep. II, 362 a; s. B. A. 27.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνασχινδυλεύω: παρὰ μεταγενεστέροις συγγραφεῦσιν ἀνασκινδυλεύω, ἀνασκολοπίζω, Πλάτ. Πολ. 362Α· πρβλ. Πιερσ. Μοῖριν 360, Ρουγκ. Τίμ. 32.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): ἀνασχινδα- Phryn.PS p.48
empalar ὁ δίκαιος ... ἀνασχινδυλευθήσεται Pl.R.362a, cf. Phryn.l.c. como glos. a Pl.

Greek Monolingual

ἀνασχινδυλεύω (Α) (και μτγν. ανασκινδυλεύω)
ανασκολοπίζω, σταυρώνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανα- + σκινδύλιον (< σχίζω) «μικρό κομμάτι ξύλου»].

Russian (Dvoretsky)

ἀνασχινδυλεύω: сажать на кол Plat.