γυναῖκα τίκτουσαν ἢ τιτρωσκομένην → woman in childbirth or miscarriage
Full diacritics: σκινδύλιον | Medium diacritics: σκινδύλιον | Low diacritics: σκινδύλιον | Capitals: ΣΚΙΝΔΥΛΙΟΝ |
Transliteration A: skindýlion | Transliteration B: skindylion | Transliteration C: skindylion | Beta Code: skindu/lion |
τό, small piece of wood, shingle, SIG671 B17 (Delph., ii B.C.): cf. σχινδύλη.
τὸ, Α
μικρό τεμάχιο ξύλου, πελεκούδι, σχίζα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. σχίζω.