ἀνηκοΐα
English (LSJ)
ἡ, A not hearing, Plu. 2.38b, Hierocl. in CA25p.477M. 2 ignorance, Plu.2.676f. 3 disobedience, Steph. in Rh.288.36.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνηκοΐα: ἡ, τὸ μὴ ἀκούειν, Πλούτ. 2. 28Β, 502C. 2) ἄγνοια, ὁ αὐτ. 676Ε.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 surdité;
2 fig. ignorance.
Étymologie: ἀνήκοος.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
1 sordera Plu.2.38b, Hierocl.in CA 25.17.
2 ignorancia Plu.2.676e.
3 desobediencia εἰς τὸν ἰατρόν Steph.in Rh.288.36.
Greek Monolingual
η (Α ἀνηκοΐα)
το να μην ακούει κανείς
αρχ.
1. άγνοια
2. ανυπακοή.
Russian (Dvoretsky)
ἀνηκοΐα: ἡ
1) глухота Plut.;
2) невежественность (ἀμάθεια καὶ ἀ. Plut.).