άγνοια

From LSJ

Τέθνηκ' ἐν ἀνθρώποισιν πᾶσα γὰρ χάρις → Emortua omnis est hominibus gratia → Zu Grab getragen ist bei Menschen aller Dank

Menander, Monostichoi, 498

Greek Monolingual

ἄγνοια, η (Α και ἀγνοία σε ποιητές) ἀγνοῶ
έλλειψη γνώσης, αγνωσία, αμάθεια
αρχ.
1. σφάλμα, πλάνη ή αμάρτημα που προέρχεται από άγνοια
2. φρ. «ὑπ' ἀγνοίας ὁρῶ τινα», προσποιούμαι ότι δεν γνωρίζω κάποιον βλέποντάς τον.