άγνοια

From LSJ

Δόλιον γὰρ ἄνδρα φεῦγε παρ' ὅλον τὸν βίον → Dum vivis, insidiosos curriculo fuge → Den Hinterhältigen fliehe, dein ganzes Leben lang

Menander, Monostichoi, 131

Greek Monolingual

ἄγνοια, η (Α και ἀγνοία σε ποιητές) ἀγνοῶ
έλλειψη γνώσης, αγνωσία, αμάθεια
αρχ.
1. σφάλμα, πλάνη ή αμάρτημα που προέρχεται από άγνοια
2. φρ. «ὑπ' ἀγνοίας ὁρῶ τινα», προσποιούμαι ότι δεν γνωρίζω κάποιον βλέποντάς τον.