ἀντεξανίσταμαι
English (LSJ)
Pass., with aor. 2 Act., A rise up against, πρός τι Hld.7.19.
German (Pape)
[Seite 246] sich dagegen erheben, Heliod.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντεξανίσταμαι: ἐξανίσταμαι ἐναντίον τινός, ἀντεξανέστη πλέον εἰς μεγαλοφροσύνην πρὸς τὸ ἀλαζονικὸν τῆς Περσικῆς θέας Ἡλιόδ. 7. 19.
Spanish (DGE)
levantarse en contra, enfrentarse πρὸς τὸ ἀλαζονικὸν τῆς Περσικῆς θέας ante la fanfarronería del espectáculo persa Hdt.7.19, λόγοις ἡμῶν a nuestras palabras Cyr.Al.M.77.593A
•abs. οὐδὲ ποιεῖ κοινωνὸν ἀλλ' ἀντεξανίσταται Plu.2.946d.