ἡ, A deprecation, Men.Rh.p.343S.(pl.).
-ῆς, ἡ deprecaciónop. εὐχή Men.Rh.p.343.
ἀπευχή, η (Α) απεύχομαιευχή να μη συμβεί κάτι δυσάρεστο.