ἀπογαλακτίζω

Revision as of 20:10, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

A wean from the mother's milk, Diph.74, LXXGe.21.8, Sor.1.116, POxy.37i22 (i A. D.), PLips.31.20 (ii A.D.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀπογᾰλακτίζω: μέλλ. β΄, ἀπογαλακτιῶ, ἀποκόπτω τὸ βρέφος ἀπὸ τοῦ θηλάζειν, δὲν τὸ ἀφίνω πλέον νὰ θηλάζῃ, τὸ «ἀποκόβω» Δίφιλ. ἐν «Συνωρίδι» 2: - Ἐντεῦθεν ῥηματ. ἐπίθ., -κτιστέον, δεῖ ἀπογαλακτίζειν, «πότε καὶ πῶς ἀπογαλακτιστέον τὸ βρέφος» Σωραν. π. Γυναικ. Παθ. σ. 199, 1 : - καὶ οὐσιαστ. -ισμός, ὁ, Ἱππ. σ. 267, 39, ἢ -κτισις, εως, ἡ, Θεοδ. Στουδ.

Spanish (DGE)

tr. destetar ὥσπερ τὰ παιδί' αὑτὸν ἀπογαλακτιεῖ Diph.74.3, ἀπεγαλάκ[τισά] μου τὸ [π] αιδίον POxy.37.1.22 (I d.C.), τὸ βρέφος Sor.86.28, en v. pas. ηὐξήθη τὸ παιδίον καὶ ἀπεγαλακτίσθη LXX Ge.21.8, ὡς τὸ ἀπογεγαλακτισμένον ἐπὶ τὴν μητέρα αὐτοῦ LXX Ps.130.2, αἷγας μικροὺς ἀπαγεγαλαχτισμένους PStras.30.11 (III d.C.), οἱ ἀπογεγαλακτισμένοι ἀπὸ γάλακτος los recién destetados LXX Is.28.9, cf. Aët.4.28, PLips.31.20 (II d.C.), Et.Gen.1064
fig. ἀπογαλακτισθέντες ἀπὸ νομικοῦ γάλακτος Eus.M.24.288D, ἐκκλησία τοὺς ἑαυτῆς τροφίμους ... ἀπογαλακτίσασα ... τῶν λόγων τῆς κατηχήσεως Basil.M.31.425A, cf. Procop.Gaz.M.87.384B.

Greek Monolingual

κ. -χτίζω (AM ἀπογαλακτίζω)
παύω να τρέφω το βρέφος με μητρικό γάλα, το αποκόβω από τον θηλασμό.