ἀποκιδαρόω
English (LSJ)
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
ἀποκῐδᾰρόω: ἀφαιρῶ ἀπὸ τῆς κεφαλῆς τὴν κίδαριν, ὡς θὰ ἐλέγομεν ἐν τῇ ἁπλῇ «ξεκιδαρώνω» κατὰ τὸ «ξεσκουφώνω», τὴν κεφαλὴν ὑμῶν οὐκ ἀποκιδαρώσετε Ἑβδ. (Λευ. ι΄, 6).
Spanish (DGE)
descubrirse, destocarse τὴν κεφαλήν LXX Le.10.6, 21.10.