κίδαρις

From LSJ

ἔνθα μὲν οὔτε βοῶν οὔτ' ἀνδρῶν φαίνετο ἔργα → from there no works of men or oxen appeared

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κίδᾰρις Medium diacritics: κίδαρις Low diacritics: κίδαρις Capitals: ΚΙΔΑΡΙΣ
Transliteration A: kídaris Transliteration B: kidaris Transliteration C: kidaris Beta Code: ki/daris

English (LSJ)

-εως, ἡ,
A cidaris, Persian headdress, prob. = τιάρα, κυρβασία, Ph.2.152, 155, Poll.7.58, etc.:—also κίταρις in Ctes.Fr.29.47, Plu.Art.28, Pomp.42, etc.; Cypr. κίτταρις Hsch.
2 turban of Jewish high priest, LXX Ex.28.4,al.
II an Arcadian dance, Ath.14.631d.

German (Pape)

[Seite 1437] εως, ἡ (Fremdwort), eine Art von persischem Turban, wie ihn bes. die Könige trugen, aufgerichtet u. oben spitz zulaufend, VLL.; auch κίταρις geschrieben, Plut. Pomp. 42 Artax. 28; Ctes. pers. 47 u. Sp. – Nach Ath. XIV, 631 d ein Tanz bei den Arkadern.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κίδαρις -εως, ἡ, zie κίταρις.

Russian (Dvoretsky)

κίδαρις: εως ἡ v.l. Plut. = κίταρις.

Greek Monolingual

(I)
ἡ (ΑΜ κίδαρις, -άρεως, Α και κίταρις και κυπρ. τ. κίτταρις)
νεοελλ.
κάλυμμα της κεφαλής τών γυναικών, μαντίλι, μπόλια, διάδημα («είχεν απορρίψει από της κεφαλής την κίδαριν και εφάνησαν οι βόστρυχοι της κόμης της», Α. Παπαδ.)
μσν.-αρχ.
1. κάλυμμα της κεφαλής τών Περσών βασιλέων, τιάρα, σαρίκι («κιδάρει γὰρ οἱ τῶν ἑῴων βασιλεῖς ἀντὶ διαδήματος εἰώθασι χρῆσθαι», Φίλ.)
2. κάλυμμα της κεφαλής τών Εβραίων ιεραρχών («χιτώνα κοσσυμβωτὸν καὶ κίδαριν καὶ ζώνην», ΠΔ)
αρχ.
είδος αρκαδικού χορού («ἡ παρά Ἀρκάσι κίδαρις παρά Σικυωνίοις τε ὁ ἀλητήρ», Αθήν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ. ανατολικής ή σημιτικής προελεύσεως].
(II)
ο
ζωολ. γένος εχινοδέρμων της οικογένειας cidaridae.

Greek (Liddell-Scott)

κίδᾰρις: -εως, ἡ, Περσικὸν τῆς κεφαλῆς κάλυμμα, πιθανῶς τὸ αὐτὸ τῇ βασιλικῇ τιάρᾳ ἢ κυρβασίᾳ, Φίλων 2. 152, 155, Πολυδ. Ζ΄, 58, κτλ.· ― τύπος τις κίταρις ἀπαντᾷ παρὰ Κτησ. Περσ. 47, Πλουτ. Ἀρτοξ. 28, Πομπ. 42, Ἡσύχ. κλ. ΙΙ. εἶδος Ἀρκαδικοῦ χοροῦ, Ἀθήν. 631D.

Frisk Etymological English

also κίτ(τ)αρις, -εως
Grammatical information: f.
Meaning: name of a turban-like head-gear, worn only by the Persian kings (Ctes., Ph., Plu.), also of the turban of the Jewish highpriest (LXX); name of an Arcadian dance (Ath. 14, 631d).
Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin] orient.
Etymology: Foreign word of unknown source; Grimme Glotta 14, 16 supposes Hitt.-oriental. origin. Szemerényi, Gnomon 43 (1971)63 mentions Hebr. ktr mlkwt, Aram. kitra.

Frisk Etymology German

κίδαρις: {kídaris}
Forms: auch κίτ(τ)αρις, -εως
Grammar: f.
Meaning: N. einer turbanartigen Kopfbedeckung, die nur die persischen Könige trugen (Ktes., Ph., Plu. u. a.), auch vom Turban des jüdischen Oberpriesters (LXX); N. eines arkadischen Tanzes (Ath. 14, 631d).
Etymology: Fremdwort aus unbekannter Quelle; Grimme Glotta 14, 16 vermutet heth.-oriental. Ursprung.
Page 1,850