ἀπόθυμος
English (LSJ)
ον, A f.l. for ἀπρόθυμος, Plu.2.87f.
German (Pape)
[Seite 304] muthlos, Plut. cap. ex host. util. p. 273 s. l. für ἀπρόθυμος.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπόθῡμος: -ον, = ἄθυμος, ἀδιάφορος, ἄφροντις, ἀμελής, Πλούτ. 2. 87F.
French (Bailly abrégé)
Russian (Dvoretsky)
ἀπόθῡμος: беззаботный, равнодушный Plut.