ἄφροντις
Βέβαιον οὐδέν ἐστιν ἐν θνητῷ βίῳ → Nihil, ut videtur, proprium in vita datur → Nichts Festes gibt's im Leben eines Sterblichen
English (LSJ)
ιδος, ὁ, ἡ, free from care, careless, c. gen., ἄ. τοῦ θανεῖν E.Fr.958; τῶν καθηκόντων Plu.2.45d; περί τινος Luc.Dem.Enc.25: abs., δίαιτα Plu.2.792b (in acc. ἄφροντιν), cf. Max. Tyr.3.9: Comp. ἀφροντιδέστερος Steph.in Hp.1.263 D.
Spanish (DGE)
-ιδος, ὁ, ἡ
• Morfología: [sup. ἀφροντιδέστεροι Steph.in Hp.1.263]
1 despreocupado, descuidado c. gen. τίς δ' ἔστι δοῦλος τοῦ θανεῖν ἄ. ὤν E.Fr.958, τῶν καθηκόντων Plu.2.45d, περὶ τοῦ σοῦ κυήματος Luc.Dem.Enc.25.
2 abs. descuidado ἄ. ἐστι ... ὁ σοφός Plu.2.1061d, ἀφρόντιδα ... διαβιοῦν Lyd.Mag.1.23, cf. Luc.DDeor.4, D.C.71.24.4.
German (Pape)
[Seite 415] ιδος, sorglos, τινός Eur. frg. inc. 76; Luc. Gall. 3; Plut. oft.
French (Bailly abrégé)
ιδος (ὁ, ἡ)
sans souci de, gén..
Étymologie: ἀ, φροντίς.
Russian (Dvoretsky)
ἄφροντις: ιδος adj.
1 беззаботный, беспечный Plut.;
2 не заботящийся, пренебрегающий (τινος Eur., Plut., Luc.).
Greek (Liddell-Scott)
ἄφροντις: -ιδος, ὁ, ἡ, ὁ ἄνευ φροντίδος, ὁ μὴ φροντίζων, ἀδιάφορος, Λατ. securus, μετὰ γεν., ἀφρ. τοῦ θανεῖν Εὐρ. ἐν Ἀδήλ. 76, πρβλ. Πλούτ. 2. 45D· ἀπολ., 792Β (κατ’ αἰτιατ. ἄφροντιν), κτλ.
Greek Monolingual
ἄφροντις (-ιδος), ο, η (Α)
1. αυτός που δεν έχει φροντίδες, αμέριμνος
2. αμελής, αδιάφορος.