ον, A = ἄδειπνος, Hsch.
[Seite 300] vom Essen herkommend; = ἄδειπνος Hesych.
ἀπόδειπνος: -ον, «ἄδειπνος» Ἡσύχ. ΙΙ. ἀπόδειπνον, τό, παρὰ μεταγεν. Ἐκκλ. ἡ μετὰ τὸ δεῖπνον ἀκολουθία, completorium, ὡσαύτως ἀποδείπνιον.
-ον que no ha cenado Hsch.