ἀργυρόρρυτος

Revision as of 21:05, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ον, (ῥέω) A beside a silver stream, ὄχθαι Ἕβρου E.HF386 (lyr.).

Spanish (DGE)

(ἀργῠρόρρυτος) -ον bañado por una corriente de plata ὄχθαι E.HF 386.

Greek Monolingual

ἀργυρόρρυτος, -ον (Α)
(για όχθη ποταμού) αυτός που βρίσκεται πλάι στο ασημένιο ρεύμα του ποταμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άργυρος + ρυτός < ρέω].