ἀπόθραυσμα

Revision as of 21:10, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ατος, τό, A piece broken off, Str.10.5.16.

German (Pape)

[Seite 303] τό, das Abgebrochene, Schol. Ap. Rhod.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπόθραυσμα: τό, θραῦσμα, σύντριμμα, τεμάχιον, μέρος ἀποχωρισθέν ἐξ ἄλλου, Στράβων 489.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
fragmento, parte desgajada φασὶ δὲ τὴν Νίσυρον ἀ. εἶναι τῆς Κῶ Str.10.5.16.

Greek Monolingual

το (Α ἀπόθραυσμα)
κομμάτι από σπασμένο αντικείμενο.