ἀργυροκοπιστήρ
English (LSJ)
ῆρος, ὁ, A coiner, metaph., λόγων Cratin.226; money-changer, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
ἀργῠροκοπιστήρ: ῆρος, ὁ, «τραπεζίτης, ἢ ὁ τὰ ἀργύρια ἐργαζόμενος» Ἡσύχ. · ἀργυοκοπιστῆρες λόγων Κρατῖνος ἐν «Τροφωνίῳ» 7.
Spanish (DGE)
(ἀργῠροκοπιστήρ) -ῆρος, ὁ
1 acuñador fig. λόγων Cratin.239.
2 cambista Hsch.